- οφθαλμοδουλεία
- ὀφθαλμοδουλεία, ἡ (Α)η με τους οφθαλμούς έκφραση δουλικής προθυμίας («μὴ κατ' ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ' ὡς δοῡλοι τοῡ Χριστού»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + δουλεία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀφθαλμοδουλείᾳ — ὀφθαλμοδουλείᾱͅ , ὀφθαλμοδουλεία eye service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφθαλμοδουλείαν — ὀφθαλμοδουλείᾱν , ὀφθαλμοδουλεία eye service fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφθαλμοδουλείαις — ὀφθαλμοδουλεία eye service fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek